-
1 Δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν
– Το σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες• Не работа старит, а заботаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Не работа старит, а заботаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν
-
2 Το σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες
– Το σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες• Не работа старит, а заботаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Не работа старит, а заботаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες
-
3 έννοια
I η1) понятие, представление;δεν έχει έννοιαν της θεωρίας της σχετικότητας — он не имеет представления о теории относительности;
2) смысл, значение;κυρία ( — или βασική) έννοια — прямой смысл;
μεταφορική έννοια — переносный смысл;
με την πλατειά έννοια — в широком смысле;
μεταφράζω κατ' έννοια — переводить по смыслу
έννοια2II η1) забота, беспокойство; хлопоты;έχω έννοια2 κάποιον ( — или κάτι) — или έχω την έννοια2 μου σε... — а) позаботиться (о ком-чём-л.), присмотреть (за кем-чем-л.); — б) остерегаться (кого-чего-л.);
έχε έννοια2 το σπίτι — присмотри за домом;
να 'χεις την έννοια2 σου στούς λωποδύτες — остерегайся жуликов;
να 'χεις έννοια2 το παιδί — присмотри за ребёнком;
βάζω κάποιον σε μεγάλη ν έννοια2 — доставлять кому-л. много хлопот;
τό έέχω έννοια2 — заботиться о чём-л.;
έχω την έννοια2 (τινός) — думать, беспокоиться (о ком-л.);
έχω την έννοια2 σου — я забочусь о тебе;
2) озабоченность;γεμάτος έννοια2 — озабоченный;
βάζω σε έννοια2 κάποιον — доставлять кому-л. заботы, беспокойство;
3) интерес, заинтересованность;γιά τίποτε δεν έχει έννοια2 — ничего его не интересует;
4) осторожность, осмотрительность;§ έννοια2 σου! — а) не беспокойся!; — б) подожди! (угроза);
έννοι σας, και θα σας δείξω εγώ! — подождите, я вам покажу;
;δίχως έννοια2 άν περπατάς πού και πού θα σκουντουφλάς — погов, кто не смотрит под ноги, может споткнуться;
δικό τους ψωμί τρώνε και ξένες έννοιες έχουν — или τό σκυλί το γεράζουν οι ξένες έννοιες — погов, не работа старит, а забота;
έννοια2 έχει η αλεπού σα ζυγώνει στο κοτέτσι — погов, чем ближе к курятнику, тем больше у лисы забот, ≈ — доход не живёт без хлопот;
χόρευε, κυρά Σουσού, — — κ' εχε κ' έννοια2 τού σπιτιού — погов, пей — да дело разумей;
άλλη ν έννοια2 δεν έχω — у меня других забот хватает
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek